- αμπελώνας
- οκτήμα φυτεμένο με αμπέλια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Αμπελώνας — Sp Ambelònas Ap Αμπελώνας/Ampelonas L R Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
αμπελώνας — ο (Α ἀμπελών) [ἄμπελος] συστάδα από κλήματα, αμπελοφυτεία, αμπέλι … Dictionary of Greek
ἀμπελῶνας — ἀμπελών vineyard masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμπελών ή Αμπελώνας — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Κωμόπολη (υψόμ. 70 μ., 5.920 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 222 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φιλιατών του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο … Dictionary of Greek
αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται … Dictionary of Greek
άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… … Dictionary of Greek
List of municipalities and communities in Greece — This is an alphabetical list of municipalities and communities in Greece. For an ordered list of cities with population over 30,000 see List of cities in Greece. A B C D E F G H I K L M N O P R S T V X Y Z See also A Name Greek name Prefecture A … Wikipedia
Ampelonas — (Αμπελώνας) is a municipality in the Larissa Prefecture, Greece. Population 8,407 (2001) … Wikipedia
Ampelonas (disambiguation) — Ampelonas, Ambelonas or Abelonas (Greek: Αμπελώνας), may refer to several places in Greece:*Ampelonas, a village in the Ilia prefecture *Ampelonas, a village in the Larissa Prefecture … Wikipedia
виноградъ — ВИНОГРАД|Ъ (158), А с. 1.Виноградник; сад (часто во мн. ч.): ˫ако же г҃ь гл҃ѥть. смокъвь имѣ нѣкъто насажденоу въ виноградѣ своѥмь. (ἐν τῷ ἀμπελῶνι) КЕ XII, 224б; хотѩщеи дѣлати виноградъ. и скотъ набъдѣти. УСт XII/XIII, 232; да схранѩють и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)